- φυλλοκλάδιο
- το, Νβοτ. βλαστός μεταμορφωμένος σε αφομοιωτικό όργανο, ο οποίος μοιάζει με φύλλο, επιτελεί τη λειτουργία τού φύλλου και έχει δερματώδη εμφάνιση, ταυτιζόμενος συχνά με το κλαδώδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phylloclade < φύλλο(ν) + κλάδος / κλαδί].
Dictionary of Greek. 2013.