φυλλοκλάδιο

φυλλοκλάδιο
το, Ν
βοτ. βλαστός μεταμορφωμένος σε αφομοιωτικό όργανο, ο οποίος μοιάζει με φύλλο, επιτελεί τη λειτουργία τού φύλλου και έχει δερματώδη εμφάνιση, ταυτιζόμενος συχνά με το κλαδώδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phylloclade < φύλλο(ν) + κλάδος / κλαδί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κλαδώδιο ή φυλλοκλάδιο — Βλαστός με τη μορφή φύλλου, δηλαδή πράσινος, διαπλατυσμένος και συχνά ωοειδής ή επιμήκης. Τα κ. φέρονται από φυτά που δεν έχουν πραγματικά φύλλα και επιτελούν τη λειτουργία της φωτοσύνθεσης λόγω της χλωροφύλλης που περιέχουν. Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”